• Search
    • Search
    • Βρες ότι χρειάζεσαι γρήγορα και απλά.
20ος Αγώνας - GP Valencia (Montmelo Barcelona)
Ο αγώνας βρίσκεται σε εξέλιξη!
Image
Honda RC30
Η μοτοσυκλέτα που άλλαξε τα πάντα
Τεστ-Μοντέλα 23/12/2013 - 21:32

Η μνημειώδης RC30 της Honda ήταν η πρώτη, σύγχρονη superbike. 25 χρόνια μετά την παρουσίασή της, ο Fred Merkel, ο Carl Fogarty και άλλοι αναβάτες αναπολούν τις μνήμες τους από την μοτοσυκλέτα που άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Μάλιστα οδηγούμε μια RC30 που ακόμη βρίσκεται σε άψογη κατάσταση, στην πίστα των Μεγάρων!

 

Κείμενο: Mat Oxley, Δημήτρης Διατσίδης

Φωτογραφίες: Bασίλης Κωστάκος, Αρχείο

 

 

Αν βρισκόσασταν στο Isle of Man τον Ιούνιο του 1988, είναι πολύ πιθανό να θυμόσαστε ακόμα τον ανεπανάληπτο ήχο του κινητήρα της RC30. Ένας τρομερός θόρυβος αποπλάνησης, που χυνόταν και δονούνταν γύρω από το σκηνικό του Νησιού, προαναγγέλοντας έναν ακόμα επικεφαλής αγώνα.

            Η νεοεμφανιζόμενη RC30 της Honda κυριάρχησε στο Tourist Trophy του 1988, νικώντας σε κάθε αγώνα που συμμετείχε, δηλαδή στις κατηγορίες F1, Senior ΤΤ και Παραγωγής.

            Το σκηνικό επαναλαμβανόταν παντού εκείνο το καλοκαίρι. Η RC30, κινούμενη από τον βαρύτονο, εύηχο V4 κινητήρα με στρόφαλο 360ο, έγινε συνώνυμο της νίκης και της επιτυχίας. Η μοτοσυκλέτα κατέκτησε τον Τίτλο στο παρθενικό, Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Superbike, τον Παγκόσμιο Τίτλο F1 TT, το Βρετανικό Πρωτάθλημα Superstock και σχεδόν οποιαδήποτε διοργάνωση, εκτός Grand Prix. Η κατάσταση επαναλήφθηκε και την επόμενη χρονιά. Στην Ελλάδα ο Σάκης Σκούρτας πήρε το Πρωτάθλημα το 1989 πάνω στην RC30 που έφερε η πανίσχυρη ομάδα της Rothmans-Honda και προετοίμαζε ο Γιώργος Κουτσουμπός. H επιτυχία συνεχίστηκε τα δύο επόμενα χρόνια.

            Κοστίζοντας το ιλιγγιώδες ποσό των 10,050 ευρώ – σχεδόν τα διπλά χρήματα από μια Yamaha FZR1000 – η ρέπλικα της αγωνιστικής μοτοσυκλέτας της Honda, για το Πρωτάθλημα WSBΚ ήταν τόσο μπροστά από την εποχή της που διέλυσε τον ανταγωνισμό σε κάθε διοργάνωση που συμμετείχε και άλλαξε το πρόσωπο του αθλήματος. Σήμερα, οι Fred Merkel, Carl Fogarty, James Whitham και άλλοι αναβάτες μοιράζονται μαζί μας τις αναμνήσεις τους από αυτή την ιστορική μοτοσυκλέτα.

           

 

 

FRED MERKEL

Ο πρώην Πρωταθλητής Ηνωμένων Πολιτειών, ο Καλιφορνέζος Fred Merkel, έγραψε ιστορία κατακτώντας τα δύο πρώτα Παγκόσμια Πρωταθλήματα Superbike, το 1988 και το 1989 πάνω σε μια RC30. Είναι πιθανόν να είχε κατακτήσει μια τριπλέτα Τίτλων αν δεν είχε σπάσει το λαιμό του.

 

“Η RC30 ήταν ένα τεράστιο βήμα μπροστά. Προερχόμενος από την VFR Interceptor, που είχε τιμόνι με πολύ ανοιχτές χειρολαβές, έπρεπε να αλλάξω το οδηγικό μου στυλ για να προσαρμοστώ σε κάτι με clip-on. Για να εγκλιματιστώ σταδιακά, αρχίσαμε να ανοίγουμε τις χειρολαβές, φέρνοντάς τες σε μια πιο όρθια και ανοιχτή θέση, αντί για χαμηλά και κλειστά, όπως αρχικά  ήταν. Ένιωθα ότι βρισκόμουν πάνω σε πρωτότυπη μοτοσυκλέτα για Grand Prix, διότι τα πάντα έμοιαζαν ιδιαίτερα συμπαγή. Την πρώτη φορά που έφυγα από τα pits πραγματικά με τρόμαξε. Παραλίγο να με πετάξει στην άσφαλτο, διότι είχε πολύ μεγαλύτερη ισχύ από ότι είχα συνηθίσει. Ήταν κάτι τελείως διαφορετικό και σε έκανε να οδηγείς σαν αναβάτης Grand Prix.

            “Πήραμε τη μοτοσυκλέτα για πρώτη φορά στα χέρια μας δύο μέρες πριν τις κατατακτήριες δοκιμές του πρώτου αγώνα World Superbike στην ιστορία, στην πίστα του  Donington. Ήμασταν πολύ αγχωμένοι που λίγο πριν τις δοκιμές ήμασταν με άδεια χέρια. Μεταβήκαμε στο αεροδρόμιο του Heathrow και περιμέναμε ατελείωτες ώρες μέχρι το κιβώτιο που περιείχε την RC να περάσει από τον έλεγχο του τελωνείου. Όταν ανοίξαμε τελικά το κιβώτιο, ήταν πανβρώμικο στο εσωτερικό του και η μοτοσυκλέτα είχε κοπανηθεί, με αποτέλεσμα να σπάσουν το fairing και η ζελατίνα του αναβάτη. Μέσα στο κιβώτιο υπήρχαν επίσης αρκετά ανταλλακτικά. Κατά βάση η Honda έλεγε: Ιδού Fred, αν μπορείς να την επισκευάσεις, μπορείς και να την τρέξεις! Πεταχτήκαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε στην πίστα του Brands Hatch και πραγματοποιήσαμε δοκιμές για μισή μέρα, διότι δεν ήθελα η πρώτη μου επαφή με τη μοτοσυκλέτα να είναι στις κατατακτήριες του αγώνα του Donington.

            “Η μοτοσυκλέτα είχε βεβαίως ορισμένα νηπιακά προβλήματα. Πήραμε την δεύτερη θέση στο Donington, κατακτήσαμε την πρώτη μας νίκη στην Ουγγαρία, στο δεύτερο γύρο του Πρωταθλήματος και στη συνέχεια μετακινηθήκαμε στο Hockenheim. Ξαφνικά, η μοτοσυκλέτα άρχισε να λιώνει τους κινητήρες της στην γερμανική πίστα. Πιο συγκεκριμένα, τα μέταλλα βάσης σε κάθε μπιέλα καταστρέφονταν λόγο ελλιπούς λίπανσης. Ήταν αδύνατον να εντοπίσουμε την αιτία του κακού. Εκείνη την εποχή, οι μηχανικοί του HRC ήταν απολύτως συγκεντρωμένοι στην υποστήριξη της αγωνιστικής ομάδας στα Grand Prix, οπότε η βοήθεια από την Honda προσφέρθηκε μέσω του τμήματος έρευνας και εξέλιξης. Η εκτίμησή τους ήταν ότι κατά τη διάρκεια δυνατών επιταχύνσεων και επιβραδύνσεων, το λάδι μετατοπιζόταν με τέτοιο τρόπο που άφηνε το κάτω μέρος του κινητήρα χωρίς λίπανση. H τοποθέτηση μιας διαφραγματικής πλάκας στο εσωτερικό του κάρτερ, που περιόριζε τη μετατόπιση του λαδιού, θεράπευσε το πρόβλημα.

            “Οι μηχανικοί της ομάδας μου ήταν οι πρώτοι που κόντυναν το ψαλίδι, έτσι ώστε η μοτοσυκλέτα να έχει καλύτερη απόκριση στη στροφή. Αυτό είχε σαν επιπλέον όφελος τη μικρότερη φθορά του πίσω ελαστικού.

            “Η RC ήταν ένα πραγματικά φοβερό όπλο, με εξαιρετική συμπεριφορά που με βοήθησε να κατακτήσω το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Επίσης, είχε φανταστικό ήχο. Ο κανονισμός για το βάρος (που έδινε στη δικύλινδρη Ducati 851 του Πρωταθλήματος WSBK ένα πλεονέκτημα 25 κιλών, έναντι των τετρακύλινδρων) μας έβαλε σε δύσκολη θέση, οπότε πραγματικά το ευχαριστήθηκα όταν κατατροπώσαμε τους Ιταλούς, με την αυλαία του Πρωταθλήματος!

            “Το πλεονέκτημα της Ducati ήταν ότι μπορούσες σε μια στροφή να τα κάνεις σαλάτα, χωρίς όμως επιπτώσεις, διότι είχες φοβερή επιτάχυνση στην έξοδο. Αν εγώ τα θαλάσσωνα σε μια στροφή, τους έχανα τελείως από το οπτικό μου πεδίο. Η τελική μας ταχύτητα ήταν ακριβώς ίδια, όμως εκείνοι την προσέγγιζαν 30% γρηγορότερα. Οι μοτοσυκλέτες της Bimota ήταν νεκρές στις χαμηλές στροφές και απαιτούσαν να τις οδηγείς σα δίχρονες. Όμως, όταν το γκάζι άνοιγε ήταν πραγματικά καταιγιστικές. Η τελική τους ταχύτητα ήταν 10 χιλιόμετρα την ώρα μεγαλύτερη από τη δική μας.

            “Σα συνολικό πακέτο, η RC30 ήταν η καλύτερη μοτοσυκλέτα. Σε κάποια σημεία, ο ανταγωνισμός μας ξεπερνούσε οπότε εμείς έπρεπε απλώς να της πιούμε το αίμα μέσα στην πίστα. Παρότι είχε πολύ μακριά πρώτη σχέση, ο συμπλέκτης αποδείχτηκε ιδιαίτερα ανθεκτικός, λες και ήταν βγαλμένος από τρακτέρ John Deere, οπότε μπορούσες να τον πιέσεις χωρίς να φοβάσαι ότι θα σου μείνει στο χέρι. Χάρις σε αυτόν, κατάφερα να κάνω αρκετές εξαιρετικές εκκινήσεις.

            “Η μοτοσυκλέτα εξελισσόταν συνέχεια. Ανάμεσα στο 1988 και το 1990 κέρδισε επιπλέον 15 ίππους και αύξησε το εύρος λειτουργίας του κινητήρα της, κατά 1000 στροφές ανά λεπτό. Το 1990 η απόδοσή μας ήταν εξαιρετική. Η RC ήταν τέλεια στημένη και είχαμε βάλει πλώρη για τον τρίτο σε σειρά Τίτλο, όταν έπεσα και έσπασα το λαιμό μου στον 8ωρο αγώνα της Suzuka.

            “Εκεί που πραγματικά ερωτεύτηκα την RC30 ήταν στο δεύτερο γύρο του Πρωταθλήματος του ’88, στην Ουγγαρία. Ήταν ίσως η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου: H πρώτη νίκη σε αγώνα του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Superbike. Εκεί πίστεψα ότι πραγματικά ήμασταν έτοιμοι για κάτι μεγάλο και είχαμε τα φόντα να στεφτούμε Πρωταθλητές. Ίσως βέβαια ακόμα καλύτερη ήταν η επόμενη μέρα της κατάκτησης του Τίτλου, όπου σηκώθηκα από το κρεβάτι και σκέφτηκα ότι «Τα καταφέραμε! Είμαστε Παγκόσμιοι Πρωταθλητές!»

            “Η συμμετοχή μας στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Superbikes πραγματοποιήθηκε την τελευταία στιγμή και με αρκετές δυσκολίες. Κατά συνέπεια, η κατάκτησή του πάνω στην RC30 ήταν κάτι το εκπληκτικό. Ένα συναίσθημα και μια ανάμνηση που θα κουβαλώ μέχρι τον τάφο μου”.

 

 

NORRIS FARROW

Ο Νεοζηλανδός ήταν ο μηχανικός κινητήρων στη μικροσκοπική ομάδα του  Merkel, που τα έβαλε με τις εργοστασιακές ομάδες των Ducati και Bimota για δύο συνεχόμενη έτη.  

 

“Η ομάδα ήταν πραγματικά μικρή: Ο Fred, εγώ κι ο Chris Johnson, ένας άλλος Νεοζηλανδός. Εγώ ήμουν υπεύθυνος για τους κινητήρες κι ο Chris για το πλαίσιο και τις αναρτήσεις. Δυναμόμετρα και παρόμοιες πολυτέλειες δεν υπήρχαν. Τα πράγματα δεν ήταν ιδανικά, όμως όταν τα καταφέραμε το συναίσθημα ήταν εκπληκτικό.

            “Η Bimota και η Ducati είχαν γρηγορότερες μοτοσυκλέτες όμως η Honda ήταν πιο φιλική και ευκολότερη στην οδήγηση. Επίσης, ήταν απλούστερη στη συντήρηση, με συμβατικά καρμπυρατέρ υποπίεσης, αντί για τους πολύπλοκους ψεκασμούς που χρησιμοποιούσαν οι Bimota και  Ducati. Ήταν ανταγωνιστική με την έξοδό της από το εργοστάσιο. Βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη συμβολή του Fred, που ήταν λίγο πιο ταλαντούχος και ικανός από τους ανταγωνιστές του.

            “Σαν ομάδα αποφασίσαμε να κάνουμε διάφορες βελτιώσεις στη μοτοσυκλέτα: Τρυπήσαμε το fairing, δημιουργώντας αεραγωγούς, τους οποίους συνδέσαμε μέσω σωλήνων με το φιλτροκούτι. Στόχος μας ήταν να αυξήσουμε τη ροή του αέρα. Στη συνέχεια, αρχίσαμε να πειραματιζόμαστε με τα καρμπυρατέρ. Τα slide (σ.μ: βαλβίδες τροφοδοσίας καυσίμου) αργούσαν να κατέβουν στο κλείσιμο του γκαζιού, διαδικασία που εμείς θέλαμε να επιταχύνουμε. Επιλέξαμε λοιπόν να τοποθετήσουμε μολυβένια βαρίδια μέσα στα slide, έτσι ώστε να κατεβαίνουν γρηγορότερα, διότι δεν μπορούσαμε να βρούμε ένα πιο δυνατό ελατήριο επαναφοράς.

            “Είχαμε ένα συνεργάτη στην Ιταλία που εργαζόταν ως μηχανικός σε ταχύπλοα σκάφη. Μας κατασκεύαζε διάφορα εξαρτήματα κατά παραγγελία, όπως βαλβίδες τιτανίου και εκκεντροφόρους. Στη συνέχεια, το HRC ενεπλάκη πιο σοβαρά και υπήρξαν ριζικές αλλαγές: Κοντύτερες δίοδοι εισαγωγής, καινούριο, πολύ ελαφρύτερο σύστημα κίνησης των βαλβίδων, διαφορετικά καπάκια κυλινδροκεφαλής, έτσι ώστε να είναι δυνατή η μεταβολή της συμπίεσης, εξάτμιση με δύο τελικά, διπλά ψυγεία, ένα για κάθε πλευρά του κινητήρα και αρκετές ακόμα αλλαγές. Επίσης, το 1989 που δουλεύαμε με την Pirelli μας ετοιμάζανε καινούρια ελαστικά μέσα σε μια νύχτα. Σε ένα αγωνιστικό Σαββατοκύριακο, δεν ήταν απίθανο να δούμε καινούρια ελαστικά το Σάββατο, ή ακόμα και το πρωί της Κυριακής”.

 

 

CARL FOGARTY

Ο Foggy κατέκτησε τον πρώτο του Παγκόσμιο Τίτλο – για το F1ΤΤ*1 του 1988 – και το πρώτο του Tourist Trophy στο Isle of Man – το 1989 στην κατηγορία αγωνιστικών παραγωγής, 750 κυβικών – πάνω σε μια RC30. Το 1990 κατέκτησε ξανά τον Τίτλο στην κατηγορία F1TT και τις νίκες στην κατηγορία F1 και Senior TT στο Isle of Man, με μια RC30 της ομάδας Honda Britain. Όμως, φαινόταν να δυσκολεύεται στις κλειστές πίστες.  

 

“Η RC30 είναι η μοτοσυκλέτα που με ανέδειξε και αυτή που παραλίγο να με τελειώσει. Το 1988 είχα εμπειρία μονάχα από δίχρονα και η RC30 ήταν η πρώτη μου τετράχρονη. Με το καλημέρα έπαιρνα καλά αποτελέσματα στους αγώνες, χωρίς να μου φαίνεται ότι πηγαίνω ιδιαίτερα γρήγορα. Η μοτοσυκλέτα οδηγούνταν με ευκολία σε γρήγορους ρυθμούς, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Αυτή τουλάχιστον ήταν η αρχική μου εντύπωση. Ήταν ιδανική για αγώνες σε δημόσιο δρόμο, όπως το Πρωτάθλημα F1TT. Το 1988 κέρδισα στους αγώνες North West 200, Ulster GP και τον αγώνα του Isle of Man με μια RC30.

            “Το ΤΤ του 1989 ήταν το τελευταίο όπου οι αναβάτες ξεκινούσαν σε δυάδες. Ξεκίνησα τον αγώνα των 750 παραγωγής μαζί με τον Dave Leach, με τον Steve Hislop να φεύγει 10 δευτερόλεπτα πριν. Στον τελευταίο γύρο βρεθήκαμε πλάι-πλάι και τότε κατάλαβα πως νικάει κάποιος σε ένα ΤΤ. Ακολουθούσα τους Hislop και Leach, σκεπτόμενος ότι πηγαίνουν υπερβολικά γρήγορα. Μου φαινόταν εκπληκτικό ότι τα κατάφερνα να βρίσκομαι δίπλα τους. Στην κορυφή του Βarregarrow, πριν το Κirk Michael και τη γρήγορη διαδρομή μέχρι το Ramsey, κρατούσα την ανάσα μου και σε σημεία έκλεινα τα μάτια μου προσπαθώντας να κρατηθώ μαζί τους. Κάποια στιγμή, πήρα μια βαθιά ανάσα και ανεβαίνοντας το βουνό, πέρασα και τους δύο.  

            “Όμως, στις πιο κλειστές διαδρομές είχαμε εφιάλτες με το μπροστινό της μοτοσυκλέτας. Το ’91 δεν τα πήγα καθόλου καλά με την RC30, καταλήγοντας στο τέλος της χρονιάς χωρίς ομάδα. Για να συνεχίσω, πήγα και αγόρασα με δικά μου χρήματα μια Ducati και τα υπόλοιπα είναι πλέον ιστορία. Η RC30 μου φαινόταν εξαιρετικά δύσκολη και απείθαρχη στις κλειστές διαδρομές, οπότε για να ξεπεράσω το πρόβλημα την οδηγούσα όσο το δυνατόν πιο όρθια”.

 

 

JAMES WHITHAM

Ο Whitham είχε μια φριχτή χρονιά το 1990 πάνω σε μια RC30s της ομάδας  Honda Britain. Η ομάδα δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα με την επιλογή ελαστικών και τη ρύθμιση των αναρτήσεων, με τους Fogarty και Niall Mackenzie επίσης να προβληματίζονται από τη συμπεριφορά του μπροστινού της RC30.

 

“Η πρώτη φορά που οδήγησα μια RC30 ήταν στην Daytona το 1990. Εγώ κι  Carl οδηγήσαμε την κούρσα μέχρι που πέσαμε κι οι δύο σε λάδια. Στο αεροπλάνο της επιστροφής, ο Carl μου είπε ότι κανένας δε θα μας νικούσε εκείνη τη χρονιά κι εγώ τον πίστεψα. Στη συνέχεια πήγαμε στην Jerez για τον πρώτο γύρο του Πρωταθλήματος WSBΚ και δεν μπορούσα καν να μπω στους δεκαπέντε πρώτους στις κατατακτήριες δοκιμές. Η αίσθηση της μοτοσυκλέτας ήταν τραγική, ιδιαίτερα μπροστόβαρη και αυτό συνέχισε ολόκληρη τη χρονιά.

            “Τα μπροστά ελαστικά της Michelin δε βοηθούσαν. Όταν τα ελαστικά της Dunlop γλιστρούσαν, σε είχαν προειδοποιήσει προηγουμένως και ήσουν έτοιμος. Αντιθέτως, πιέζοντας τα Michelin δεν καταλάβαινα πότε θα πέσω. Περιμένοντας στη σειρά εκκίνησης, σκεφτόμουν τι είναι καλύτερο: Να πιέσω ακολουθώντας τους πρωτοπόρους μέχρι να πέσω, ή να τριγυρίζω στη δέκατη θέση και να τερματίσω τον αγώνα;  

            “Αν υπάρχουν κάποιες λέξεις που με συνδέουν άμεσα με την RC, δεν είναι άλλες από «χειρουργικό αντισηπτικό». Πάντοτε επέστρεφα σπίτι μυρίζοντας χειρουργικό αντισηπτικό. Μετά από κάθε αγώνα ήμουν γεμάτος από αυτό και το ηθικό μου είχε καταβαραθρωθεί. Η κατάσταση ήταν τόσο άσχημη στο τέλος της χρονιάς, που αναγκάστηκα να πάω σε γραφείο ευρέσεως εργασίας. Ήθελα να ασχοληθώ με κάτι διαφορετικό.

            “Στην πραγματικότητα, σήμερα αγαπώ την RC30. Ποτέ δε χλεύαζα τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα, απλώς δεν μπορούσα με τίποτα να την οδηγήσω”.

 

 

ROGER BURNETT

Ο Burnett παραλίγο να γράψει ιστορία, νικώντας στον πρώτο αγώνα World Superbike της ιστορίας στο Donington, τον Απρίλιο του 1988, πάνω σε μια RC30. Όμως, σημείωσε πτώση και δεν τα κατάφερε.  

 

“Με δύο γύρους να απομένουν, ο (Marco) Lucchinelli ήταν λίγα μέτρα μπροστά μου και στις ευθείες ξέφευγε ελαφρά. Ήταν φανερό ότι έπρεπε να κάνω την κίνησή μου. Τότε εμφανίστηκε ένας αναβάτης από τις πιο πίσω θέσεις, ο οποίος κάνοντας την επίθεσή του σε μια φουρκέτα, με πέταξε κάτω.

            “Η RC30 ήταν εξαιρετική, όπως βγήκε από το εργοστάσιο διότι η Honda την κατασκεύασε εξ αρχής σαν αγωνιστική μοτοσυκλέτα. Έκανε τα πάντα καλά και φερόταν με τρυφερότητα στους αναβάτες της. Το 1988 στον αγώνα Formula 1, στο TT του Isle of Man, οδήγησα με το λάστιχό μου να χάνει αέρα, γράφοντας μέση ταχύτητα γύρου 175 χιλιόμετρα την ώρα, όταν το ρεκόρ ήταν 190 χιλιόμετρα την ώρα. Η εμπειρία ήταν τρομακτική, αλλά είμαι σίγουρος ότι δε θα μπορούσα να έχω επαναλάβει τέτοια επίδοση, με κλαταρισμένο λάστιχο, οδηγώντας διαφορετική μοτοσυκλέτα.

            “Ο Fred κατέκτησε τον Παγκόσμιο Τίτλο στα WSBΚ, ενάντια στα προγνωστικά επειδή η RC ήταν πολύ σταθερή στην απόδοσή της, από πίστα σε πίστα. Παρόλα αυτά, πιστεύω ότι η πιο εντυπωσιακή επίδοση με RC30 ήταν εκείνη του Steve Hislop στο Senior TT του 1988. Τερμάτισε δεύτερος πίσω από τον Joey Dunlop (που επίσης οδηγούσε RC30) με μια μοτοσυκλέτα χωρίς σημαντικές βελτιώσεις σε σύγκριση με το μοντέλο παραγωγής. Μάλιστα, με αυτή τη μοτοσυκλέτα είχε κερδίσει τον αγώνα στην κατηγορία παραγωγής, την ίδια χρονιά”.

 

 

NICK JEFFERIES

Ο αφοσιωμένος στον αγώνα του Isle of Man TT, Nick Jefferies, κέρδισε την κατηγορία Formula 1 TT το 1993, πάνω σε μια RC. Έχει τέτοιο πάθος με τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα που επέστρεψε από την αγωνιστική του συνταξιοδότηση για να οδηγήσει μια RC30 στο Manx Grand Prix.

 

“Δε θυμάμαι η RC να υστερεί πουθενά στη διαδρομή του ΤΤ. Θα την περιέγραφα σα μαγικό χαλί, όταν πάνω της κατέκτησα τη νίκη στον αγώνα Formula 1 του 1993. Ακόμα και σε μέρη όπως το Alpine Cottage, όπου διασχίζεις το μέρος με πολύ υψηλές ταχύτητες πλαγιασμένος, η μοτοσυκλέτα ήταν παντού ακλόνητη και σταθερή, χωρίς να δημιουργεί καμία ανασφάλεια στον αναβάτη της.

            “Στη συνέχεια η Honda παρουσίασε την RC45, που ήταν η χειρότερη μοτοσυκλέτα που έχω οδηγήσει στο ΤΤ. Τόσο ασταθής που δεν μπορούσες να την κρατήσεις ούτε καν σε ευθεία γραμμή, με το γκάζι τέρμα ανοιχτό. Πραγματικά απογοητευτική στην οδήγηση”.

 

 

MAT OXLEY

Ο Oxley έτρεξε με RC30 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Αντοχής, κατακτώντας μια δεύτερη θέση στον 24ωρο αγώνα του Spa το 1990, μαζί με τους Steve Chambers και Steve Manley.

 

“Ο Ιάπωνας χορηγός μας είχε αγοράσει δύο RC30 για το Πρωτάθλημα Αντοχής του 1989. Το ’88 είχαμε αγωνιστεί με μια μοτοσυκλέτα με πλαίσιο της Harris*2 και μοτέρ από FZR750. Η συμπεριφορά της ήταν καλή, αλλά η RC ήταν πραγματικά το κάτι άλλο. Μεγάλη συζήτηση γινόταν εκείνη την εποχή για τους αγωνιζόμενους σε Grand Prix, που τετραγώνιζαν τις στροφές*3. Αυτό ήταν αδύνατο με τη μοτοσυκλέτα της Harris–Yamaha, με την οποία αναγκαστικά έγραφες μεγάλες, τοξοειδής γραμμές. Αντίθετα, με την RC μπορούσες να μπεις στη στροφή, να αλλάξεις τροχιά και στη συνέχεια να βγεις ανοίγοντας δυνατά το γκάζι στην έξοδο. Η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα σε έκανε να νιώθεις σπουδαίος.

            “Από την πρώτη κιόλας επαφή, η μοτοσυκλέτα ήταν φανταστική στην οδήγηση, όμως είχα την αίσθηση ότι είμαι ένα δευτερόλεπτο πιο αργός, από ότι με την προηγούμενή μου μοτοσυκλέτα. Στην πραγματικότητα, ήμουν ένα δευτερόλεπτο ταχύτερος. Αυτό είναι σήμα κατατεθέν μια καλής αγωνιστικής μοτοσυκλέτας και μιας τέλειας μοτοσυκλέτας για αγώνες αντοχής. Στον 8ωρο αγώνα της Suzuka το 1989, 28 από τις 60 μοτοσυκλέτες στη σειρά εκκίνησης ήταν RC30, ως ότι πιο κοντινό σε πρωτότυπη, Grand Prix μοτοσυκλέτα”.

 

Γιώργος Κουτσουμπός: «Δεν είχε καμία σχέση με ότι είχαμε μέχρι τότε. Ήταν καταπληκτική μοτοσυκλέτα, είχε μονόμπρατσο, ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της. Πήγα αρχικά στο Βέλγιο και όταν αργότερα το HRC αποφάσισε να μας εμπιστευτεί μια μοτοσυκλέτα ίδια με αυτή που έτρεχε στα WSBK, πήγα στην Ιαπωνία για 15 μέρες εκπαίδευση. Η ρύθμιση του καρμπυρατέρ ήταν το σημείο που μας προβλημάτιζε περισσότερο. Ένα Σάββατο, το 1989 αλλάξαμε 8 φορές βελόνες για να βρούμε την τέλεια καύση. Κάναμε και πολλά τρυκ για να δουλεύει σωστά. Για παράδειγμα την κάναμε να διαβάζει ότι οι συνθήκες ήταν πιο κρύες για να ζητάει περισσότερο μίγμα!»

Η ομάδα Rothmans –Honda κυριάρχησε στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα για πολλά χρόνια και ακόμη μετά την αποχώρηση της Rothmans ως κύριου χορηγού, ο Γιώργος Κουτσουμπός συνέχισε να αγωνίζεται με τις RC30.

«Μια από τις ωραιότερες στιγμές ήταν όταν πήγαμε στο Malory Park στην Αγγλία το 1993, με την Rothmans να θέλει να τρέξουμε εκεί και ήρθε στο φορτηγό της ομάδας ο Steve Hislop και ο Nick Jefferies της Honda Britain και κοιτούσαν με απορία τη μοτοσυκλέτα μας, που ήταν HRC και μόνο ο Hislop είχε ίδια. «Tι δεν θα έδινα να έτρεχα και γω με τέτοια», είπε τότε ο Jefferies και εμείς από τη μικρή Ελλάδα είχαμε μια τέτοια σπουδαία RC30», λέει ο Γιώργος Κουτσουμπός που η Honda του έκανε την τιμή να του αφήσει αυτές τις μοτοσυκλέτες και μετά το τέλος της αρχικής συμφωνίας με την Rothmans!

 

 

Σημειώσεις Μεταφραστή:

 

1* Πρωτάθλημα Formula 1 TT: Μετά τον αποκλεισμό του Isle of Man TT από το πρόγραμμα των Grand Prix του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, λόγω εκατόμβης νεκρών, η αγωνιστική δράση στο Νησί συνεχίστηκε στα πλαίσια του θεσμού Formula 1 TT. Στην πορεία, στο Isle of Man TT προστέθηκαν κι άλλοι αγώνες, κάποιοι σε δημόσιο δρόμο, όπως το Ulster GP και άλλοι σε πίστες όπως το Hockenheim, διαμορφώνοντας το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Formula 1 TT. Πάντοτε στη σκιά των Grand Prix μοτοσυκλέτας, το F1 TT κορυφώθηκε το 1988 με οκτώ αγώνες, ενώ το 1990 έπεσε οριστικά η αυλαία. Αιτία ήταν η έναρξη του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Superbikes, το 1988.

 

2* Harris: Φημισμένος κατασκευαστής αγωνιστικών πλαισίων και εξαρτημάτων μοτοσυκλέτας από τη Μεγάλη Βρετανία, που λειτουργεί με επιτυχία από το 1972. Γνωστός κυρίως για τα ατσάλινα σωληνωτά πλαίσια, που συνδύαζε με κινητήρες Ιαπωνικής – κυρίως – προέλευσης. Η Harris έχει ασχοληθεί αρκετά με τους αγώνες, συμμετέχοντας σε φιλόδοξα εγχειρήματα όπως η διαχείριση της εργοστασιακής ομάδας της Suzuki στα WSB το 1995 και η συμμετοχή στα MotoGP με την ομάδα της WCM.

 

3* Τετραγωνισμός της στροφής: Αναφέρεται σε ένα επιθετικό στυλ οδήγησης που άρχισε να ακμάζει κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των  δίχρονων αγωνιστικών των 500 κυβικών. Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’70, οι νίκες και τα γυρολόγια βασίζονται στην οδήγηση με φόρα, στην υψηλή ταχύτητα μέσα στη στροφή και στη διατήρηση σταθερού ρυθμού. Με την εμφάνιση των πανίσχυρων και δύστροπων δίχρονων, αναβάτες όπως ο Freddie Spencer και ο Kenny Roberts απέδειξαν μέσα στις πίστες, ότι στις συγκεκριμένες πρωτότυπες ταίριαζε ένα επιθετικό στυλ οδήγησης, με πιο κοφτές γραμμές. Τα τέλεια κυκλικά τόξα που έγραφαν οι αναβάτες στο παρελθόν στις στροφές, αντικαταστάθηκαν από γωνιώδεις τροχιές, όπου η ταχύτητα στην είσοδο και στην καρδιά της στροφής θυσιαζόταν για χάρη της υψηλότερης ταχύτητας στην έξοδο. 

 

Επόμενο άρθρο »

HONDA CBR500R ABS

« Προηγούμενο άρθρο

DUCATI STREETFIGHTER 848

Χορηγοί
Σχετικά άρθρα
Δημοσκόπηση
O MARTIN ΕΙΜΑΙ Ο ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗΣ 2024;
  • ΝΑΙ, Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΩΝ 24 β. ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΚΑΛΥΦΘΕΙ
  • ΟΧΙ, ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΟΛΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΟΥΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΠΕΣΙΜΟ ΤΗΣ ΚΑΡΟ ΣΗΜΑΙΑΣ ΤΟΥ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ